Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(τὰ δένδρα

См. также в других словарях:

  • δένδρα — δένδρᾱ , δένδρον tree neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) δένδρᾱ , δένδρον tree neut nom/acc pl (doric aeolic) δένδρον tree neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δένδρα — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 81 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 89 χλμ. ΒΑ της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κύμης. Έως το 1954… …   Dictionary of Greek

  • δενδρά — δενδράς wooded fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλά Δένδρα — Sp Kalà Dendrà Ap Καλά Δένδρα/Kala Dendra L Š Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Καλά Δένδρα — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 25 μ., 1.356 κάτ.) του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 12 χλμ. Δ της πόλης των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκώνα …   Dictionary of Greek

  • δένδρ' — δένδρα , δένδρον tree neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδροκοπώ — (AM δενδροκοπῶ, έω) [δενδροκόπος] κόβω δένδρα αρχ. 1. κόβω, καταστρέφω οπωροφόρα δένδρα και αμπέλια 2. φρ. «δενδροκοπέω χώραν» ερημώνω μια περιοχή κατακόβοντας τα δένδρα της …   Dictionary of Greek

  • δεντρικός — ή, ό (AM δενδρικός, ή, όν Α και δενδριακός, ή, όν) όποιος ανήκει στα δένδρα ή προέρχεται απ αυτά νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δεντρικά τα δένδρα αρχ. γεμάτος δένδρα …   Dictionary of Greek

  • δεντρώνω — (AM δενδρῶ, όω) 1. μεταβάλλω, μεταμορφώνω κάποιον σε δένδρο («κι ο μάγος δέντρωσε την κόρη») 2. (για φυτό) μεγαλώνω και γίνομαι δένδρο («βλαστήσασα καὶ δενδρωθεῑσα») νεοελλ. 1. φυτεύω δένδρα σε μια περιοχή 2. (για τόπο) είμαι γεμάτος δένδρα… …   Dictionary of Greek

  • σύνδενδρος — η, ο / σύνδενδρος, ον, ΝΑ (για τόπο) γεμάτος δένδρα, κατάφυτος από δένδρα («σύνδενδρος ὕλη», Βάβρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ σύνδενδρον Ν τόπος κατάφυτος από δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δενδρος (< δένδρον), πρβλ. κατά δενδρος] …   Dictionary of Greek

  • Dendra — Δενδρά Location …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»